- κληδόνα
- κληδώνomenfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληδόν' — κληδόνα , κληδών omen fem acc sg κληδόνι , κληδών omen fem dat sg κληδόνε , κληδών omen fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμίλητο νερό — Έθιμο με ειδωλολατρικές προεκτάσεις, που αναφέρεται κυρίως στη γαμήλια τελετή και στη μαντική. Είναι κυρίως ελληνικής επινόησης, αλλά υπάρχει και σε μερικούς άλλους λαούς. Α.ν. ονομάζεται το νερό που αγόρια ή κορίτσια παίρνουν από πηγή, βρύση ή… … Dictionary of Greek
κλήδονας — Παλαιότατο λατρευτικό και μαντικό έθιμο, το οποίο διατηρείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Ο κ. συμπίπτει με την ημέρα του εορτασμού των γενεθλίων του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Στη Μακεδονία, όμως, συμπίπτει με την Πρωτομαγιά … Dictionary of Greek
κληδονίζω — (AM κληδονίζω) [κληδών] νεοελλ. βγάζω τον κλήδονα, μαντεύω από τον κλήδονα αρχ. 1. παρέχω μαντικό σημείο, οιωνό 2. μέσ. κληδονίζομαι είμαι μάντης, παρακολουθώ τους οιωνούς και μαντεύω από αυτούς, μαντεύω από κάποιο μαντικό σημείο 3. παθ. δέχομαι… … Dictionary of Greek
ακλήδονος — η, ο [κλήδονας] αυτός που δεν έχει προμαντευθεί με τον κλήδονα … Dictionary of Greek
αμίλητος — η, ο [μιλώ] 1. αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο ολιγόλογος 2. αυτός που από ιδιοσυγκρασία ή κακότητα αποφεύγει να μιλάει, περήφανος, δυσκολοπλησίαστος, ακατάδεκτος 3. αυτός που δεν είναι «μιλημένος», αυτός δηλ. στον οποίο δεν έγιναν παρακλήσεις ή… … Dictionary of Greek
ανθρακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 124 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. * * * και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή) 1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα 2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά νεοελλ. η… … Dictionary of Greek
κλέθος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κλήδονα» … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek